Η δική μου Δευτερά

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Είναι η Δευτερά μου αυτή η λυγερή μαυρομάτα, η μελαχρινή κι ανέμελη, που στο κεντητό μπλουζάκι της σκιρτούν κρυμμένοι γρύλλοι.

Είναι η Δευτερά μου, που διαβαίνει μέσα στο όλο χυμό και αφή πράσινο, με τα μαλλιά λυτά να κατεβαίνουν απειθάρχητοι κρουνοί στους ώμους και στο μέτωπο.

Είναι η Δευτερά μου, που ανεμίζει τη λουλουδάτη φούστα της καθώς οι καλαμιές ανακλαδίζονται μ’ ένα φουρφούρισμα μεταξιού, κι από τ’ αγγελικά κλαδιά στάζουν τραγούδια και φωνές πουλιών.

Με μια μαργαρίτα στο στόμα, όμοια με φεγγάρι στη γέμισή του, απλώνει τα χέρια της στ’ αραχνοΰφαντα Μεσορείνια.

Τρυφερή σαν μαρούλι, παιγνιδιάρα σαν κατσίκι, δίχως υποψίες, καμωμένη από ιριδισμούς θα πεις, και ήχους κι αρώματα και μυστήριο.

Τις νύχτες με πλησιάζει άλλοτε από δρόμους υγρής πρασινάδας, άλλοτε από τα χρυσά μονοπάτια θερισμένων χωραφιών κι άλλοτε από τα λόγια ασημένιων τραγουδιών παίζοντας στα χέρια διάφανα καϊσιά του Ιούνη.

Αστραφτερή μέσα στα χαμολούλουδα τα τριανταφυλλιά, τα κίτρινα, τα μαβιά, τα χαρούμενα, γέρνει ανάλαφρα τους καλαμιώνες των μαλλιών της και δεν μπορώ να πω σε ποια τρεχούμενα νερά έχει λουστεί, σε ποιους υδάτινους καθρέφτες έχει κοιταχτεί.

Ο ήλιος αδειάζει στην ποδιά της τα πορφυρά του κρύσταλλα κι όλα ματώνουν σαν Αγία Πέμπτη.

Κάθεται πλάι μου μ’ ένα πανέρι ανταύγειες ώριμων φρούτων. Από το φως του φεγγαριού κι από τη μυρωδιά της λεβάντας λουσμένη, κοιτάζει το μετέωρο μέσα στα χρώματα κρεβάτι του ορίζοντα.

—– Ώρα καλή!

Στον άσπρο αέρα μια δροσερή ομορφιά χαμογελά με χρώματα, ήχους και νοτισμένες μυρωδιές.

Από το πλάι ο Πηδιάς με χαρούμενους μαιάνδρους ανεβαίνει δίχως προσπάθεια μέχρι τον ουρανό. Τα γιασεμιά και τα χορτάρια κι οι πηγές και τα ζωντανά και τα τρεχούμενα νερά φλογίζονται μέσα στο ολόφωτο περιβόλι της παιδικής μνήμης.

Και καθώς η γλυκύτητα του δειλινού κατέκλυζε τον κόσμο, άκουσα ένα ψιθύρισμα, το ρίγος ενός παράπονου. Ήταν

η Δευτερά μου, με τα μαύρα σαν γαγάτης μάτια της, που με παρέδιδε σ’ ένα φως γαλήνιο και διεισδυτικό.

Το μονοπάτι ελίσσεται μέσα στην καρδιά της πρωινής ομίχλης και ξεθωριάζει με αχούς από γιδοκούδουνα, μοσκοβολιές, όνειρα και ραθυμία.

Τα αγουροξυπνημένα γαϊδούρια κοντοστέκονται στις λιμνούλες της ψεσινής νεροποντής. Κοιτάζονται αφηρημένα στους υδάτινους καθρέφτες και διστάζουν να σπάσουν τη πρωινή στιλπνή γυαλάδα.

Ανακλαδίζεται στο αραχνένιο στρώμα της η Δευτερά. Μια μυρωδιά από πράσινα λεμόνια πλέκεται στα καπνισμένα από το ασήμι της δρόσου κλαδιά των δένδρων και πέφτουν, πέφτουν μέσα στην τριανταφυλλιά, τη νοτισμένη ώρα, τοπάζια και σμαράγδια από ασχημάτιστους καρπούς.

Είναι η ώρα του ευαγγελισμού. Η ώρα που ο άγγελος μ’ ένα άσπρο κρίνο στο χέρι σε κάνει να μοιάζεις με όνειρο, Δευτερά μου.

Ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες της χαράς και από την άκρη της γαλήνης δίνει το σύνθημα ο τσοπάνος.

Ξυπνούν από τη βαθιά τους νάρκη οι σαύρες, κι οι πεταλούδες ξεσηκώνουν ανεπαίσθητες πνοές ανέμου ανάμεσα στις καμπανούλες της λαψάνας.

Με το σγουρό κελάδημά τους τα πουλιά κατεβάζουν τον ήλιο στα πηγάδια και τις βρύσες. Τα ξέβαθα λαγούμια αχνίζουν μυρωδιές από φρεσκοκομμένο χαμομήλι και ξινόγαλα.

Και μόνο κάπου απόμακρα, από τον άλλο κόσμο θα πεις, φτάνει η φωνή του Καρπασίτη που σπρώχνει τα βόδια μέσα στη χλιαρή δροσιά του πρωινού.

Στην άκρη του περιβολιού μια κυδωνιά, σεμνή όσον ολίγες, μαζεύει φως απ’ τις ανταύγειες του Μάη. Και μέσα στην αδιαπέραστη ηρεμία και την άμετρη απεραντοσύνη του πρωινού η κυδωνιά, η Κυδωνιά μου, χρυσώνει το φθινοπωρινό καρπό της.

Τη βλέπει η Δευτερά και το διάφανο στιλπνό ρουμπίνι των χειλιών της γίνεται πιο πορφυρό.
Χαμογελά η Δευτερά και χαίρεται το ευλογημένο ξαλάφρωμα του σώματος που χόρτασε τον ύπνο.
Χαμογελά και γίνεται όπως την καλημέρα του παιδιού.

Καθώς πέφτει το βράδυ, ένα ήρεμο και φωτεινό τραγούδι απαλοχύνεται από τις αόρατες χορδές του ανέμου στις γειτονιές σου, Δευτερά μου.

Τα σπίτια, όμοια με κυψέλες, γέρνουν μέσα στο μελιντζανί σκοτάδι. Το κιούλι, ο βασιλικός , το λασμαρί κι ο δυόσμος στις πήλινές του γλάστρες γλιστρούνε ανεπαίσθητα στη σιωπή κι όλα τα ζωντανά σου πίνουν το φεγγάρι μέσα σε γούρνες πέτρινες.

Διάφανα κορίτσια λουσμένα μέσα σε οσμές γλυκάνισου και μανζουράνας γεμίζουν τα παράθυρα με φως, καθώς σταγόνες ασημόσκονης από των αστεριών το φωτοστέφανο σταλάζουν στα κοιλώματα του δρόμου.

Απ’ το καμπαναριό του Αϊ – Νικόλα αδειάζουν οι κρουνοί του σκοταδιού πανέρια πέταλα βιολέτας και ο Αϊ – Γιώργης καβάλλα στο άσπρο του άλογο, σε αρπάζει από το θανατερό αγκάλιασμα του δράκου.

Η Λακατάμεια, η Ψημολόφου, η Ανάγυια και το Τσέρι τραβούν ζηλόφθονα την αραχνένια κουρτίνα του πρωινού, για να σε δουν να περνάς με το κορμί σαν καλαμπόκι ολόδροσο μέσα από τα χαρούμενα μονοπάτια των χρωμάτων.

Στον κόρφο σου η μυρωδιά από ολόχρυσο κυδώνι. Στα χείλη μια γεύση καϊσιού του ανέμου.

Με κουβέρτα την καρδιά τους κάτω από τον ίσκιο καρυδιάς ο Κώστας και ο Ανδρέας γράφουν ποιήματα. Μέσα τους αντηχούν βαθιές φωνές που σμίγουν με την υγρή φυλλωσιά των μαλλιών σου. Από τις μυρωμένες ανάσες των αγγέλων έρχονται για να σε ανεβάσουν στις στιλβωμένες ανταύγειες των άστρων.

Να τους αγαπάς, Δευτερά μου, και να τους τιμάς με τη μυρωδιά του μάραθου και τη δροσάτη ορμή της πρασινάδας σου.

Στις γειτονιές σου, Δευτερά μου, κάθε βράδυ ζαλισμένος ο Πιπής από φεγγάρι και κρασί μοσχάτο θα καμπανίζει με φωνή μενεξεδιά το μεθυσμένο του παράπονο για την καταλαλιά του κόσμου:

Όσοι μας κατηγορούσιν
έσσω τους να μας θωρούσιν.

Είναι παράξενο να το λέω, Δευτερά μου, Είναι παράξενο και σίγουρα κάποιοι θα με πουν τρελό.
Και όμως όταν σε σκέφτομαι μέσα μου λειτουργεί το θαύμα.
Όταν γράφω για σένα από τα χέρια μου στάζουνε ήχοι και χρώματα.
Όταν τραγουδώ για σένα, το τραγούδι μου γίνεται μυρωμένο κρασί που χύνεται σε διψασμένα χείλη.

Ήταν η πρώτη του Απρίλη, και συ Δευτερά μου, βγήκες στους δρόμους με τα παλικάρια λουσμένη τη φωτεινή μυρωδιά του κρυμμένου ονείρου για να χαιρετίσεις τον ερχομό μιας άλλης άνοιξης.
Τα μάτια σου λαμπύριζαν ανάμεσα στα σκουλαρίκια σου, που αντιφέγγιζαν μοναδικές γαλάζιες ανταύγειες.
Περπατούσες με το κεφάλι αναγυρτό, στητή, υπέροχα όμορφη και οι πτυχώσεις της φούστας ανέμιζαν τη ψυχή μου. Την ψυχή που έπεφτε από τον ουρανό μ’ ένα απελπισμένο κάλεσμα.

Κείνο το πρωί έμοιαζες με καράβι δοσμένο στην ολάνθιστη πλημμύρα του λευκού και του γαλάζιου. Στο τιμόνι ήταν η σιγουριά της λιτής φυσιογνωμίας του Κκόλα, που τον είπαμε καπετάνιο.
Κι όπως από τα βουνά του Μαχαιρά κατέβαινε μια ομίχλη, ίδια με ιστό αράχνης, που μέσα της σπαρταρούσαν αστραπόβροντα, ακούστηκε η φωνή του Λευτέρη του Γοργίδα, του δασκάλου μας:
«Η λευτεριά δεν είναι κανενός για να την πάρεις και να τη δώσεις. Η λευτεριά είναι σαν το αέρα. Η λευτεριά είναι για όλους.»

Πέντε έξι περιστέρια τρικύμισαν το φως μαζεύοντας στο ράμφος τους ιριδισμούς από τα διαμάντια της δρόσου που κρεμάστηκαν στα φύλα του ευκαλύπτου.
Τα μαλλιά τα νότιζε μια δροσιά από φίλντισι.
Τα μάγουλά σου τα χάιδευε το ροδαλό αγιάζι του πρωινού.

Κι όπως σκορπούσαν στο μυρωμένο αέρα δοξαστικά μηνύματα από τα διπλοκτυπήματα της καμπάνας του Αγίου Γεωργίου ένιωσα σαν ένα αδύναμο αεράκι ανάμεσα στους ανέμους.
Κι όπως, πάλι έσπρωχνες τον ήλιο να ανέβει πιο ψηλά για ν’ ανασάνει η μέρα και να ξεκινήσουν οι ίσκιοι, έπιασες κάτι τραγούδια, που γιόμισαν την καρδιά μου με άλογα που κάλπαζαν και χλιμιντρούσαν περήφανα.

Πέφτει η νύκτα και μέσα μου δεν υπάρχει κανένας για να μοιραστώ την αρωματισμένη γλυκύτητα της θύμησής σου.

Βλέπω τον ήλιο να βυθίζεται μέσα στα τριαντάφυλλα του δειλινού και την ίδια ώρα από την άλλη τη μεριά το φεγγάρι σηκώνεται πάνω απ’ το βουνό.
Το θρόισμα μέσα στα φύλλα κυλά από δένδρο σε δένδρο κι είναι σαν να ξεχνάς την επαφή σου με τη γη. Είναι να τεντώνεσαι προς τον ουρανό ψάχνοντας γι’ άλλες ρίζες.

Δεν ήταν μοναχά δικός μας ο Μιχάλης. Ήταν των αγγέλων και των λουλουδιών και του φεγγαριού και του νερού.
Δικός μας και δικός τους

Καθώς σημαίνει ο όρθρος και τα πετροχελίδονα αναστατώνουν τους αγίους στο εικονοστάσι, πες μου, Δευτερά, γιατί τα ηλιοτρόπια ανασηκώνουν ξαφνικά τα φωτεινά τους πρόσωπα κατά τον ουρανό; Γιατί τα χαμολούλουδα στην όχθη του Πηδιά φωσφορίζουν σαν αθώοι ήλιοι της ανάστασης;

Μήπως ξέρεις, Δευτερά, τι απόγινε όλη εκείνη η φωτεινή αγάπη που μας άφησε ο Μιχάλης;

Κάθε φορά που τραβώ για τα περιβόλια κι οι ανάσες από τα λεμονόδεντρα απλώνουν χιονάτα σεντόνια λέω πως είναι μεγάλη χαρά για μένα να νοιώθω πως τούτη η αγάπη υπάρχει αιώνια.

Και καθώς αλαφροπαίρνω το στενό μονοπάτι που βγάζει στο τετράγωνο χωράφι μας που το λέγαμε «του ποταμού», είμαι σίγουρος πως βλέπει με τα δικά μου μάτια πέντε καράβια με τα πανιά ολάνοιχτα στο μελαψό άνεμο του Νότου ν’ αρμενίζουν πάνω από το δάσος τους Ευκενήες.

Και πάλι νοιώθω πως βλέπουμε με τα δικά του μάτια εδώ να συντελείται ακόμα των πιο πράσινων ονείρων μας.

Μήπως ξέρεις εσύ, Δευτερά, τι απόγινε εκείνη η δροσερή αγάπη των αγγέλων και των λουλουδιών που μας άφησε ο Μιχάλης;
Γιατί εγώ που διάβασα όλου του κόσμου τα βιβλία και ταξίδευσα σε Ανατολή και σε Δύση δεν έμαθα ποτές.

Σαν τα λουλούδια ανθίζουνε οι μέρες μας κι από τα πολύφωνα μονοπάτια των χρωμάτων φτάνουν μέχρι τον ουρανό.
Καθώς πλησιάζει αθόρυβα ο Οχτώβρης με τα χέρια γεμάτα από την αφθονία του χρυσαφιού των φύλλων που πέφτουν, θα προβάλει σαν μυρωδιά από παστά σύκα η Ευριδίκη για να φωτίσει το αργοπορημένο καλοκαίρι του Αϊ Δημήτρη.

Θυμάσαι την Ευριδίκη τη γειτόνισσα με το καμπανιστό της γέλιο και τα κρουστά σταφύλια της, όμοια με βώλους από χρωματιστό γυαλί.

Όταν στα πράσινα έλη του Πηδιά τα βατράχια κατεβάζουν με κοάσματα τη νύχτα και το τσαμπί του φεγγαριού που αιωρείται ανάμεσα στις κληματίδες δείξει μεσάνυκτα, τότε η Ευριδίκη σαν ίσκιος αγαθός βρίσκει τη δική της ώρα και βγαίνει στο περιβόλι κατά το καμίνι.
Κοιτάζει με τα ολοκαίνουρια μάτια της το στιλπνό σαν τσόφλι αυγού βλεφάρισμα των άστρων.
Ακούει το μυστικό ράγισμα του σπόρου στο φρεσκοποτισμένο χωράφι, το ριγηλό τέντωμα του μίσχου, την υπόγεια ροή του ονείρου, τη φλογισμένη ανατριχίλα στα άνθη της ροδιάς, την ανάλαφρη μυρωδιά από το πεσμένο καϊσί.
Ακούει…..

Όλα μένουν μετέωρα ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, καθώς το φεγγάρι κρεμάζει ασημένιους μενεξέδες στ’ ακρόκλωνα της πουρνελιάς.
Τα μάτια της Ευριδίκης ανοιγοκλείνουν σαν ανθοί της κολοκυθιάς μέσα στη νυσταγμένη καταχνιά που πέφτει στου Ποταμού το μάκρος από το διάφανο λουλακί ουρανό.

Στ’ αυλάκια των ονείρων χύνεται σαν μουσική βαθιά κι απόκοσμη το φύσημα του μυρωμένου ανέμου κι από τις χαραμάδες της νύκτας πετιούνται με ξεφωνητά φωτός οι πυγολαμπίδες.
Τα σκαθάρια ανεβασμένα σε σβώλους από φίλντισι στιλβώνουν το τεφρό τους χρώμα. Κι έμενε μονάχη η σιωπή να γυαλίζει όπως το γάλα στα χείλη του παιδιού.

«Α, Δευτερά, παράδεισος…..»

Τραγουδά ο Πιπής που τα ’χει κοπανίσει κι απόψε στο ταβερνάκι του Αχιλλέα Ρούσου, παρέα με τον Καραμέζο. Τραγουδά και σπάζει το μαβί γυαλί της νύκτας.
Ενοχλημένη η Ευριδίκη τον καταριέται. Κι όπως ο άνεμος τραυλίζει ψιθύρους ακατάληπτους μέσα στα καλαμπόκια κάνει το σταυρό της και ψελλίζει: «Ήμαρτον, Κύριε!».
Η Ευριδίκη. Καλή της ώρα.

Τις προάλες βρήκα μπροστά στην πόρτα μου ένα καλάθι διάφανα κεχριμπαρένια πορτοκάλια σταλμένα από την Ελεγκού του Καραολή.

Ένα καλάθι δροσερούς ήλιους αγάπης για μένα το δαρμένο από τη μοναξιά της πρωτεύουσας.

Πήρα ένα και το δάγκωσα. Η βαριά αρωματισμένη γεύση της φλούδας γιόμισε το στόμα μου φως γαλάζιο, δροσερό, ζουμερό.

Τέτοιες στιγμές, Δευτερά μου, κινδυνεύω από την πολλή αγάπη που με δένει για σένα. Και λέω πως θα κάνω καμιά από κείνες τις καλοκαιρινές μας τρέλες.

Τα παιδιά χορτασμένα από βραδινή αγαλλίαση μαζεύουν χρυσόσκονη από το φεγγάρι και την αλείφουν στα μαλλιά τους για να διώξουν τα ξωτικά.

Είναι τρελά, θεότρελα, με κάτι φόβους βγαλμένους από τις παράξενες διηγήσεις της Αγάθης. Της Αγάθης που ξέρει όλου του κόσμου τα παραμύθια κι ’όλου του κόσμου τις γητιές.

Παίζουν κρυφτό στον πορτοκαλιώνα της Καραολίνας και ξεφωνίζουν όσο πιο δυνατά αντέχουν για να διώξουν από την καρδιά τους τη θλιβερή εικόνα. Ώσπου από το σκοτεινό φύλλωμα της καρυδιάς ξεχύνεται το θρηνητικό μήνυμα του γκιώνη.

Είναι το παράπονο του χαμού. Το παράπονο του θανάτου που πλανιέται στα μπλάβα λιβάδια τ’ ουρανού.

Ανατριχιάζουν τα παιδιά και αποσύρονται.

Σιωπούν.

Από τα περιβόλια φτάνουν πιο καθαρά τα μηνύματα της ευωδιάς τώρα. Μια κωλοφωτιά διασχίζει τη ριγηλή γαλήνη της νύκτας.

«Πιάστε την! Πιάστε την!»

Χαρούμενα ξεφωνητά ανάμικτα με φόβο γεμίζουν τους σκοτεινούς ηλιακούς των σπιτιών.

«Πιάστε την!»

Κι αρχίζει το κυνηγητό. Μπροστά το φως και πίσω τα παιδιά.

Το φεγγάρι προσπερνά ένα σύννεφο που βρέθηκε στο δρόμο του και προβάλλει ξανά πιο φωτεινό, πιο καλοκαιρινό, πιο παιδικό σαν πελώριο κυδώνι του Οχτώβρη.

Τα προσωπάκια των παιδιών, ίδια με χάλκινες μάσκες γυαλισμένες από τη σκουριά, αντιφεγγίζουν σαν τα πορτοκάλια της Καραολίνας τη ζωή που θέλει να είναι φως. Τη ζωή που κάθε λεπτό νικά το θάνατο.

Ήτανε να σου μιλήσω για το μνημόσυνο του Δαμιανού και της Άννας, μα στέναξες και γιόμισαν τα μονοπάτια με κεχριμπαρένια Δάκρυα της Παναγιάς.

«Μονάχα μέσα μας δεν πεθαίνουν όσοι αγαπούμε», είπες. Και η φωνή σου απλώθηκε σαν μυρωδιά από γλυκάνισσο.

Κλαράκια φως αιχμαλωτίζονται στα βάτα. Είναι τα έξοχα βράδια του Αυγούστου σου, Δευτερά μου, που με ανεμίζουν και με ψηλώνουν ως τ’ άστρα από αγάπη. Στάζεις φως λευκό, ασημένιο, ευωδιαστό.

Κι όπως το ολοπόρφυρο δειλινό σε τυλίγει με το διάφανο τούλι του, οι στέγες των σπιτιών αδειάζουν από τον όγκο τους.

Στην κορυφή του κυπαρισσιού ο ήλιος έχει κρεμάσει τα τελευταία του τριαντάφυλλα κι η μυρωδιά τους κατεβαίνει αθόρυβα όπως της μάνας την αγάπη.

Μεγάλα νοτισμένα γαρίφαλα, γεράνια και κατηφέδες πλέκονται στα πόδια σου.

Ανοίγουν την πόρτα του μπαξέ ο Δαμιανός και η Άννα και το περιβόλι σαν δροσερό καρπούζι παραδίνεται στη δίψα μας.

Μια καρακάξα ρίχνεται στη σκιά της. Πιο κάτω ένας ζευγολάτης ανασύρει μυρωδιές από το φρεσκοποτισμένο χώμα και τις προσφέρει στο μενεξελί αέρα, εκεί ακριβώς που ο ήλιος ανάβει χρυσαφένιο φως στ’ αυλάκι.

Εδώ που αποκοιμήθηκε το νερό δυο καστανόχρωμα φύλλα σαν βαρκούλες περιμένουν να κουβαλήσουν τις ψυχές μας.

Τώρα πια μπορούμε να μεθύσουμε από τραγούδι και μυστήριο. Μπορούμε να μεθύσουμε απ’ το ροδακινένιο φως που ο ήλιος ανάβει σ’ ένα τρυφερό κλαδί.

Μα, βλέπεις, κρεμάστηκε ένα μολυβί σύννεφο στην καμαρόπορτα που θα ’λεγα πως η ψυχή σου , Δευτερά μου, θα αναλυθεί σε μαύρα γιασεμιά.

Και τι θα απογίνω με τόσα μαύρα γιασεμιά; Και πως θα μιλήσω για το Δαμιανό και την Άννα τώρα που η σιωπή του δειλινού μόλις ταράζεται από των αργοπορημένων χελιδονιών, τώρα που τα περιβόλια είναι έρημα λες και οι ζωντανοί έχουν εγκαταλείψει τη γη;….

Καθώς ο ήλιος διαπερνούσε τα φύλλα της καρυδιάς και μετατόπιζε την καρδιά μας από το φως στο σκοτάδι και ξανά πίσω στο φως, ήταν η χανούμισσα Παχιρέ, που άνοιγε την ποδιά της και μας φίλευε με διάφανες, ολοπόρφυρες μαραπέλλες.

Και πάλι, καθώς ο ήλιος φλόγιζε με του ονείρου την ολόφωτη ευωδιά τις τζιτζιφιές, τα γιασεμιά και τα αγιοκλήματα γύρω από το αλακάτι, ήταν η Παχιρέ με τα γλυκά στο χρώμα ώριμης ελιάς μάτια της που άνοιγε την καρδιά της, ίδιο κεχριμπαρένιο κυδώνι, και μοίραζε στα παιδιά μια σιγουριά από χρώματα, ήχους και μυρωδιές.

Ήταν η Παχιρέ, η γυναίκα του Σαλίχη του γκρινιάρη.

Η Παχιρέ αναλήφθηκε στους ουρανούς πάνω σε άσπρα φτερά περιστεριών.

Ήταν η ώρα που ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει και τα σύννεφα, ίδια με πουπουλένια ροδοπέταλα, είχαν σκορπίσει στο βραδινό ουρανό που η Παχιρέ σαν μυρωδιά από την καρδιά κατάλευκου κρίνου πέταξε με αθέατα φτερά ανάμεσα σε σιντεφένια κελαηδητά.

Την ίδια ώρα, από την πλευρά της Χρυσοσπηλιώτισσας ένα αέρι εξαιρετικά απαλό μετάλλαξε τον πράσινο μαλαχίτη των περιβολιών σου, Δευτερά μου, σ’ ένα θαμπό και βαθύ αίσθημα κι άφηνε χαμηλές φωνές ονείρου στη γεμάτη ερωτηματικά παιδική ψυχή μας.

Τώρα που όλα τα πήρε ο μαύρος άνεμος και το ρυθμικό μεταλλικό νανούρισμα από το αλακάτι του Σαλίχη έγινε ήχος σκληρός, η χανούμισσα Παχιρέ ζωντανεύει ξανά για να γεμίζει την καρδιά μου με μια δροσερή μενεξεδιά ανάμνηση.

Και τη βλέπω να κατεβαίνει από τα γαλάζια περιβόλια του ουρανού με την ποδιά γεμάτη ολοστρόγγυλους ζουμερούς αμέθυστους για να μοιράσει ξανά τους θησαυρούς της καρδιάς της.

Τα κρόσια της καταχνιάς αποτραβιούνται από τις στέγες με κινήσεις φιδιού που ξυπνά από χειμερινή νάρκη.

Και καθώς η αυγή ξεδιπλώνει καστανοκίτρινο μανδύα από τον ένα ορίζοντα μέχρι τον άλλο, η Βαρβαρού, μακαρίτισσα τώρα, ξεκινά με τη μικρή την κανελιά της την κατσίκα για να μαζέψει μόσφιλα.

Με το πλεκτό το καλαθάκι στον αγκώνα σκύβει μέσα στους συναρπαστικούς ιριδισμούς από τις τελευταίες φλόγες του Φθινοπώρου και ζωντανεύει τη μνήμη μου, τη μνήμη μου που αγωνίζεται να μη θαμπώσει τους κρυστάλλινους καθρέφτες σου, Δευτερά μου.

Μέσα στην πράσινη, την αρωματισμένη σου εικόνα βλέπω τα μελισσιά μάτια της Βαρβαρούς και τη μελαγχολική σκιά τους.

Κι όπως παίρνει το μονοπάτι από τη δυτική, την επίπεδη μεριά, του Πηδιά για ν’ ανηφορίσει το γυμνό γκρεμό, μου φάνηκε να συγκεντρώνει όλα τα δώρα που έκλεινε εκείνη η στιγμή του χρόνου.

Τώρα που μια συννεφιασμένη τρυφερότητα κινδυνεύει να πλακώσει τη ζωή μου, ακούω ξανά το ξερό θρόισμα από τις πατημένες ποκαλάμες που ξυπνούν τα βήματά της.

Κι η γλυκιά, η έντονα αρωματισμένη γεύση της μαρμελάδας μοσφίλου ξαναφέρνει την ίδια γλυκύτητα της αυγής του φθινοπώρου που ώρες ώρες ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα όπως ένα χαμόγελο που χάνεται.

Τα χωράφια βρίσκονται ακόμη βουτηγμένα μες στον ίσκιο. Το πρωινό του Οχτώβρη, σαν άγγελος που πληγώθηκε παλεύοντας ολονυχτίς με τα δαιμονικά, αφήνεται στη ριγηλή πνοή του λίβα.

Κι η Βαρβαρού με τα μελισσιά μάτια, τη μαύρη μαλλίνα και τη μικρή την κανελιά κατσίκα με είδε στην ακροποταμιά κατάμονο και κούνησε το χέρι της.

Ήταν μια κίνηση τρυφερή και συνάμα αεράτη που έκλεινε μέσα της στοργή, αποχαιρετισμό και μια εγκατάλειψη στη μοίρα.

Το άλλο πρωί η Βαρβαρού ταξίδεψε στον ουρανό μ’ ένα μπουκαλάκι μαρμελάδας μοσφίλου στο πλεκτό της καλαθάκι.

Μέσα από το βελούδο που άφησε στην καρδιά μου η σκόνη του καλοκαιριού, παρουσιάστηκε αργά αργά μια άλλη γυναίκα με τα μαλλιά σαν ώριμα στάχυα και πήρε από τα χέρια μου το λουλούδι των παιδικών μου χρόνων.

Από τότε γεννήθηκε στην καρδιά μου ένα αίσθημα καινούριο και μυστηριακό που θα με οδηγούσε μακριά, πολύ μακριά, πιο μακριά από ό,τι ορίζει η λογική.

Σε θυμάμαι τα πρωινά του Φλεβάρη, Δευτερά μου, να ξεχύνεσαι στα χωράφια μ’ ένα φουστάνι στο χρώμα δροσερού πράσινου για να μαζέψεις το άσπρο αλάτι της πάχνης από τα χαμολούλουδα.

Το διάφανο γυαλί του νερού στις λιμνούλες των μονοπατιών ανατριχιάζει από τις παγερές, τις ατσάλινες πνοές του ανέμου.
Ένας ήλιος υγρός και γαλήνιος ξεβάφει το λουλάκι τ’ ουρανού και ανάβει πορτοκαλένιες φωτιές στα δέντρα.

Ξυπνά από τον ύπνο της το γατίσιο η Σαλώμη και νιώθει πως ακόμα βρίσκεται στο νησί του ονείρου.

Μ’ ένα κυκλικό, αέναο θα πεις, γύρισμα του μπροστινού ποδιού της ξεπλένει το άσπρο μισοφέγγαρο στο μέτωπό της.

Το τρίχωμα της πλάτης ίδιο με συννεφένια ξεφτίδια βουτηγμένα στο μελάνι ανασηκώνεται, κι ο Ιορδάνης ποταμός της κοιλιάς τρέχει πότε μπροστά και πότε πίσω.

Η Σαλώμη μας είναι σιωπηλή και ονειροπόλα. Σπάνια μιλά, μα σκέφτεται πολύ .

Εικόνες αμνημόνευτες αναδεύονται μες το τριγωνικό σαν το λουλούδι του πανσέ κεφάλι της.

Τέτοιες στιγμές τα διάφανα ρουμπίνια στις υγρές καμάρες της μυτούλας της γίνονται πιο σκούρα, πιο μαβιά, ίδια με βύσσινο

Μέσα στο κρύο πρωινό του Φλεβάρη το γεμάτο ουρανό και ξεπλυμένο φως, τα μάτια της Σαλώμης μαζεύουν τα ροζ και τ΄ άσπρα και τα τριανταφυλλιά σμαράγδια που κρουστάλλιασαν στ’ ανθάκια της αμυγδαλιάς.

Στην άκρη του περιβολιού η Χαριτού και η Αννού άρχισαν μια ψιλοκουβέντα που έφτανε σαν γαϊτανάκι με την καταχνιά μέχρι την αυλή μας. Μια ψιλοκουβέντα που κατέληγε σ’ ένα μελωδικό τετέρισμα κι έσμιγε με το ξιπασμένο, σχεδόν προκλητικό κελάδημα των πρώτων χελιδονιών.

Τις άκουσε η μάνα μου και μέσα από το γυάλινο αντιφέγγισμα του πρωινού φωνάζει:
«Του βάρους σας μετάξι, γειτόνισσες!»

Το γέλιο τους καμπάνισε πιο δροσερό, πιο γάργαρο μέχρι το Καμίνι, μέχρι τα Μακούφια και μέχρι τα περιβόλια του ποταμού, όπου η γης πύκνωνε τη χαρά της και δυνάμωνε την άνοιξη που άρχισε κιόλας να ράβει στο φουστάνι της τις πρώτες χρωματιστές χάντρες.

Άκουσε το γέλιο τους η Σαλώμη και μέσα στο μυαλό της μπουμπούκιασε η εικόνα του Ναθαναήλ, αυτού του ακατάδεχτου και ασυγκίνητου γάτου του γείτονα μας του Δεσπότη.

Του Ναθαναήλ, που ξόδεψε μια ζωή κοιτάζοντας τον κόσμο από το μπαλκόνι.

Ο Χαρίτος είναι τελείως αμίλητος σήμερα.

Τραβηγμένος στο βάθος του υπόστεγου ξέχασε το γκάρισμα, ξέχασε και το τρυφερό χορτάρι.

Με την κεφάλα του σκυφτή σαν εξαπτέρυγα της Αγίας Παρασκευής νοιώθει τη θλίψη να πέφτει σαν σταλαγματιές μελάνι πάνω στο κατάλευκο μαντήλι της ψυχής του.

Στέκεται απολιθωμένος μέσα στην αδιάκοπη ροή του χρόνου. Και μόνο οι ακτινόλιθοι των ματιών του αφήνουν κάποιες στιγμές τις μεταξωτές ανταύγειές τους να διασπάσουν τους παγερούς καθρέφτες της μοναξιάς του.

Πόσο όμορφος φαντάζει ο Χαρίτος μέσα στη θλίψη του!

Και πόσο πιο τρυφερός και αξιαγάπητος, ίδιος με άγγελος της Αγίας Εβδομάδας, γίνεται μέσα στη μελαγχολία του!

Ήταν ένα από κείνα τα πρωινά του Μάρτη που ανοίγεις το παράθυρο και το πανόραμα του κάμπου κοχλάζει μια ολοκαίνουρια μοσχάτη ζωή.

Τα χαμολούλουδα, σαν γυμνά κορμιά παιδιών, ξεπροβάλουν μέσα από υγρές πολύχρωμες ευωδίες.

Το ηχηρό κόκκινο, το μουρμουριστό λιλά, το σιωπηλό γκρίζο, το γρήγορο κίτρινο ,το νωχελικό καφέ και το ανοιχτόκαρδο λευκό, όλα, μα όλα, καλούν με διαπεραστικές φωνές που τρέχουν κι όλο τρέχουν με τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα παιδιών στο πρωινό του Μάρτη.

Ο Χαρίτος γίνεται διάφανος μέσα στην πρωινή ομίχλη.
Στο στιλπνό του τρίχωμα φωσφορίζουν κρυμμένες πυγολαμπίδες.

Κι όπως ο ήλιος άναψε τριανταφυλλιές φωτιές στα δέντρα κι οι ανταύγειες από τα κρύσταλλα, τα ρουμπίνια, τα σμαράγδια, τα τοπάζια, τους αμέθυστους και τους νεφρίτες στα χορτάρια στιλβώνουν τα χρώματα, ξεχύνεται ασυγκράτητος με ηχηρά γκαρίσματα στο νοτισμένο κάμπο.

Λίγο πιο κάτω έσμιξε με τα παιδιά που βγήκαν να παίξουν με τις πλάκες του πάγου που κρουστάλλιασε στις λιμνούλες.
Κι αδέξιος όπως είναι με τα λουλούδια και τα παιδιά, ο καημενούλης τα θαλάσσωσε.

Με τη μαλλιαρή σαν πούπουλο κεφάλα του έσπρωξε την Νικούλα μέσα στο παγωμένο νερό.
Το κλάμα της ακούστηκε σαν νόμισμα που πέφτει πάνω σε χάλκινο τύμπανο και ράγισε η αρμονία σε μιαν άκρη.

Λαχανιασμένα τα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια τους με το κλάμα της Νικούλας να μαζεύει την πρωινή ομίχλη, αφήνοντας τα πράγματα του κόσμου καθρεφτισμένα στου ονείρου το κατώφλι.

Αποτραβήχτηκε ο Χαρίτος στο υπόστεγο με μια ανομολόγητη λύπη μέσα του που απλώνεται ως πέρα στον ορίζοντα.
Στο ροδαλό ορίζοντα που είναι η παιδική ψυχή του.

Το φεγγάρι ίδιο χρυσό κωνσταντινάτο, κρεμάστηκε στην κορυφή του κυπαρισσιού. Αφήνει κουβάδες κουβάδες τη χρυσόσκονη κι όλα πάνω στη γης γίνονται ένας στιλπνός καθρέφτης, κρύος και σιωπηλός.

Τα δέντρα χωρίς βάρος, σάμπως μαλαματένια πούπουλα στην πνοή του ανέμου, παραδίδονται στο οπάλινο φως.

Το πουλί που είναι μέσα μας σιωπά και αυτό μαγεμένο από τη μυρωδιά της μανζουράνας και της ροδοδάφνης.

Ο Μαξής κάθεται στα πισινά του πόδια κάτω από το φρύδι της πέτρινης καμάρας του ηλιακού κι αποξεχνιέται.

Τα μάτια του σαν βώλοι από νεφρίτη βουλιάζουν μέσα σε κάτι ανάλαφρο στο χρώμα του λευκόχρυσου. Στιγμές στιγμές σπάζει της ησυχίας τους καθρέφτες μ’ ένα ριγηλό γαύγισμα, χωρίς ρυθμό.

Και μέσα από το νοτισμένο κεχριμπάρι του περιβολιού που απλώνεται μπροστά του νοιώθει το κίτρινο αλακάτι και τους κίτρινους ίσκιους στο φράκτη να τον σημαδεύουν με αόρατες σαΐτες.

Ένα πληγωμένο τραγούδι ακούγεται από τις μέσα γειτονιές. Είναι πέντε έξι παλικάρια, ανάμεσά τους και ο Αντρίκος, που ήρθαν στο κέφι.

Ήθελα να ’μουν ο Αδάμ
και συ η Εύα να ’σαι
να σ’ είχα στον παράδεισο
κοντά μου να κοιμάσαι.

Μια μυρωδιά από μοσχοκάρυδο και κανέλα απλώνει τρυφερούς πλοκάμους μέσα από τις χαραμάδες.

Στο μέσα δωμάτιο του σπιτιού μας η Ελένη και η Δέσποινα δεν μπορούν να κοιμηθούν. Νοιώθουν πως η ζωή τους είναι μια γλυκιά κι ανυπεράσπιστη στιγμούλα μέσα στο μάλαμα της τρυφερής νύκτας. Πως είναι μια ευωδιά από ανθούς πορτοκαλιάς σ’ ένα περιβόλι που μόνο μέσα τους υπάρχει.

Από την πλευρά του Πηδιά φτάνουν σαν μηνύματα από στιλβωμένο χάλκωμα, το βαρύ άρωμα του κόνιζου και το σπασμένο τραγούδι του γρύλου.

Κι είναι σαν ένα ασταμάτητο κουβεντολόι από νοτισμένες μυρωδιές, τρυφερή χρυσόσκονη και μια γαλήνη από λουλάκι.

Βρίσκει την ώρα της η Σαλώμη να φιλιώσει με το Μαξή. Και καθώς προβάλλει από την πλευρά του υπόστεγου με μπόλικο χρυσάφι στην πυκνή της γούνα, διάφανη μέσα στην κορεσμένη σιωπή, ο Μαξής σκέφτεται πως όλα στον κόσμο απόψε φόρεσαν την αρμονία και τη γαλήνη.

Τώρα καταλαβαίνω πως έπρεπε να σε δω από κάποια απόσταση για να νοιώσω πως την αγάπη μου για σένα, Δευτερά μου, θα την πλήρωνα με μοναξιά.

Τούτη η καρδιά που πνίγεται στις πολυκατοικίες της πρωτεύουσας ανοίγει τα βράδια ένα μυστικό παράθυρο για να μαζέψει μυρωδιές από λιβάνι που ξεχύνονται απ’ το ξωκλήσι της Παναγίας της Χρυσοσπηλιώτισσας και ανεβαίνουν μέχρι τον ουρανό τριανταφυλλιές.

Και άλλοτε πάλι ανασυνθέτει το τραγούδι του Καρπή που φτάνει με νοσταλγικούς τόνους από το μικρό αμπέλι του ποταμού.

Τότες, Δευτερά μου, και το κλάμα της κουκουβάγιας γίνεται της νύκτας καρδιοχτύπι.

Έπρεπε να σε δω από κάποια απόσταση.

Ο μυρωμένος αέρας που κατεβαίνει από τα βουνά του Μαχαιρά φτάνει μέχρι τα Μακούφια και κάνει τις καϊσιές να αναριγούν.

Και είναι σαν να ορμούν από τα γέλια των παιδιών και τις κρυφές λαχτάρες τους χρωματιστά φαντάσματα που ανεμίζουν τη λουλουδάτη κάπα του Μιχαήλ Αρχάγγελου.

Τα μονοπάτια ως τα Μακούφια γιομίζουν με τον ερχομό του Απρίλη άσπρες και πορτοκαλιές και ροζ νεράιδες .

Τα μαρτιάτικα κατσίκια, με το στόμα τους γεμάτο από νεφρίτες και σμαράγδια υγρής χλόης, κουτουλάνε το γυαλί της αδιαπέραστης γαλήνης.

Τσιτώνει τ’ αυτάκια της η Σαλώμη και νιαουρίζει μ’ ένα φόβο πρωτόγονο στα πράσινα βατράχια της αυλής.

Ο Χαρίτος υψώνει σαν κορώνα του τρισάγιου ύμνου τα βαθιά χωνιά των αυτιών του κι ανασαίνει λαίμαργα την ευωδιά που κατεβαίνει με ανεπαίσθητα θροΐσματα από τις κορυφές των ευκαλύπτων.

Με το χάραμα κρούει τις καμπάνες του γέλιου του ο Τζιάμπος σκορπίζοντας μέσα στη διαμαντόσκονη του πρωινού μια μυρωδιά μερσίνης και δαφνόφυλλου.

Από την άλλη πλευρά, τη βορινή, η Παναγία η Χρυσοσπηλιώτισσα ανοίγει τα παράθυρα της σαν καλή νοικοκυρούλα για να διώξει το μπλάβο σκοτάδι που κάθισε στα βασανισμένα πρόσωπα των αγίων.

Εικόνες από χρωματιστά νερά στ’ αυλάκια του Τορνάρη ζωντανεύουν, με τα καβούρια να δαγκώνουν τις ανταύγειες στα χέρια τολμηρών παιδιών.

Μικρές πληγές που έμελλε να γίνουν μεγάλες

Μικρές πληγές που οι καμπανούλες του νερού τις κάνανε της νύχτας πεφταστέρια.

Θυμάσαι τα βράδια της Αγίας Παρασκευής; Ε, τα θυμάσαι;

Οι μυροφόρες σου κι οι μυροφόρες του βουνού μας ζάλισαν το μισοσκόταδο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.

Καθώς η Ανάσταση πάντα μας έφερνε και κάποιο καινούριο ρουχαλάκι, ευλογούσαμε τη σταύρωση.

Τρυφερές παιδικές αμαρτίες που φέρναν το Θεό σε δύσκολη θέση.

Ο Κωστής ο Πετεβίνος θα διαβάσει κι απόψε τον Απόστολο με τη βραχνή σαν μήλο αφράτο φωνή του. Κι ο Κοής ο μπολσεβίκος θα πιάσει την άκρη του Επιτάφιου για τη λιτανεία και την Άγια Ταφή.

Πως μυρίζει ακόμα η μνήμη από μυροφόρες και νύχτα του Επιτάφιου!

Το ξέρεις, Δευτερά, το ξέρεις ότι είμαι ακόμα αιχμάλωτος της Αγίας Παρασκευής που η Παντελίτσα σκόρπιζε γιασεμιά μες τους κουβάδες του ασβέστη κι οι τοίχοι του σπιτιού μας γίνονταν πιο σίγουροι, όπως τα λευκά άμφια του παπα-Πέτρου την Κυριακή του Πάσχα.

Φυλάω τούτη τη μυρωδιά, Δευτερά μου, στο μπαούλο που μου έδωσες φεύγοντας και το ανοίγω όταν είμαι λυπημένος

«Τι είναι αυτή η μυρωδιά;» Ρωτά η Ανθή όχι χωρίς μια δόση υποψίας.

«Η Άνοιξη, που κουβαλά μαζί της μια τρελή νιότη από ανθισμένο αγιόκλημα», απαντώ.

Μένει μετέωρη η Ανθή ώσπου οι υγροί σκαραβαίοι των ματιών της φωτίζονται από τη γλυκιά, τη γεμάτη υπομονή τρυφερή καρδιά της.

Για τίποτα δεν διαμαρτύρομαι.

Κι είναι μια ολοπράσινη δροσερή ευτυχία που βρίσκω, έστω και τώρα, πως όσο περισσότερο φεύγεις τόσο περισσότερο μένεις μέσα στα πιο αγαπητά και πως φεύγεις μόνο από ο,τι παράφορα αγαπάς.

Ανηφορίζουν αργά και μεγαλόπρεπα τα ώριμά, τα ροδαλά ρίγη της άνοιξης. Από τη γιδόστρατα περνούν ένα ένα στη σειρά άσπρα αξιαγάπητα πρόβατα και ανάμεσά τους ο αμνός του κυρίου.

Δευτέρα της Λαμπρής και πως αχούνε οι χαρές ολόλευκες και δροσερές στις καθαρές αυλές, τις τυλιγμένες στις οσμές του Πάσχα.

Και συ, Δευτερά μου, ντυμένη με λέξεις χρωμάτων και ήχων να τρέχεις από καρδιά σε καρδιά, από αρμονία σε αρμονία σε αρμονία, από ευχή σε ευχή, ίδια άνοιξη, ίδια μυρωδιά νοτισμένης γης που ξετρελαίνει τον αέρα στην αυλή του σχολείου όπου μαζεύονταν οι χωριανοί για τα παιχνίδια.

Σε μια άκρη ο Φυτής του Προκόπη κι ο Τάκης του Ρούσου τσουγκρίζουν τα αυγά της Ανάστασης. Στα πόδια τους τρέχει γοργά το αυλάκι.

Κόκκινα τσόφλια ταξιδεύουν μαζί του ενώ πίσω από τη βισσινιά κάπα του Αρχάγγελου Γαβριήλ προβάλει ο Μελάρης, ο καντηλανάφτης, με μια ραγισμένη γλυκύτητα στο πρόσωπο.

Όλα είναι τυλιγμένα στ’ όνειρο καθώς στο μυρωμένο αέρα του απογεύματος ανθούν οι ήχοι της καμπάνας για τη λιτανεία.

Θαρρώ, Δευτερά μου, πως κάθε Δευτέρα της Λαμπρής γίνομαι πουλί και κάθομαι στο πιο ψηλό κλαδί του πλατάνου σου στον καφενέ του Θεοδόση.

Του Θεοδόση με τη διάφανη μελαγχολία και τα πράσινα σαν μαλαχίτης μάτια του.

Εσύ που όλα τα ξέρεις, Δευτερά μου, εσύ που μέσα στη γλυκύτητα του πράσινου ουρανού σου φέρνεις μηνύματα ανάστασης, πες μου, ποια δύναμη ξυπνά τα νυσταγμένα χαμολούλουδα;

Ποια δύναμη κάνει τα πουλιά με τ αυτοσχέδιο τραγούδι τους κάθε Δευτέρα της Λαμπρής να σηκώνουνε τη συννεφιά απ’ την καρδιά του κόσμου;

Ο ήλιος έβαψε κόκκινα τα σύννεφα που αιωρούνταν στο δυτικό ορίζοντα κι ύστερα βούτηξε νωχελικά μέσα στη στεγνή ευωδιά των θερισμένων χωραφιών.

Από τη στροφή του μονοπατιού που αγκαλιάζει το Μετόχι αχνίζει ένα σύννεφο κουρασμένης σκόνης κρύβοντας τις σιλουέτες πέντε έξι γυναικών.

Καθώς προχωρούν με το βαρύ βηματισμό τους μες στα σκληρά σμαράγδια του δειλινού, ακούονται στεναγμοί από πατημένα ξερόχορτα.

Η εικόνα σού είναι γνώριμη, Δευτερά. Είναι η επιστροφή από τα χωράφια του Τσιαμανέ και του Μπογός.

Μπροστά στο λιόγερμα με τις πυρρές ανταύγειες το μαύρο του ματιού τους γίνεται πιο μαύρο από τη χοντρή μαντίλα τους.

Εδώ δεν υπάρχουν μαργαρίτες και τριαντάφυλλα. Εδώ είναι μοναχά ιδρώτας που κρουσταλιάζει κόμπους πικρό αλάτι στα ρυτιδωμένα μάγουλα.

Εδώ είναι μονάχα το κορμί που τριζοβολά από τη κούραση του θερισμού.

Πώς πονάει το σώμα, Θεέ μου! Και πώς ακινητούν τα χέρια πάνω στα γόνατα σαν ξερόκλαδα που τα ’ριξε ο άνεμος του χειμώνα!

Κούραση, που καμπανίζει υπόκωφα στους θόλους της εκκλησίας κι επιστρέφει ρυθμικά από το καμπαναριό κατηφορίζοντας μες τις ψυχές σαν ορμητικό ρεύμα του Πηδιά μετά τη φθινοπωρινή βροχοθύελλα.

Πρέπει ν’ αλλάξει ο κόσμος, Δευτερά.

Πρέπει να μοιραζόμαστε ίσα την ασημόχρυση χαρά της ζωής.

Σαν σπόροι να βρισκόμαστε στην καρδιά ενός πελώριου φλογισμένου ηλιοτρόπιου.

Οι καϊσιές πασπαλισμένες από τις τελευταίες φλόγες του φθινοπώρου μένουν ακίνητες. Τα πεσμένα του φύλλα χρυσώνουν τη διψασμένη γη.

Οι φωνές των παιδιών από τη πλευρά του καλαμιώνα διαλύουν τους ιριδισμούς ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για το χειμώνα που προβάλει από τους μαιάνδρους του Πηδιά με τη γκριζόασπρη κάπα του.

Η Νικούλα προχωρεί μέσα στα βελούδινα ζαφείρια του δειλινού.

Δίπλα της η Κατερίνα, η κατσίκα, μαζεύει με την καφετιά υγρή μουσούδα της το κεχριμπαρένιο υγρό χορταράκι που ξέκοψε στις όχθες των περιβολιών.

Μέσα στην τέλεια ησυχία που επιβάλλουν τα στεγνά μονοπάτια ένα μαύρο φίδι, ίδιο με ρυάκι, πηγαίνει με νωχελικούς μαιάνδρους κατά το Νοτιά .

Με το στιλπνό του μάτι μαζεύει τις τελευταίες κίτρινες ανταύγειες. Και κρυώνει.

Το είδε η Νικούλα και το πρόσωπο της γίνηκε κερένια μαργαρίτα. Ο πανάρχαιος φόβος του θανάτου έρπει μέσα της.

Και παίρνοντας ξυστά του κορμούς των δένδρων τραβά από το σχοινί την Κατερίνα στο υπόστεγο.

Καθώς τα κρόσια της φθινοπωρινής νύχτας ’άγγιζαν τις στέγες σου, Δευτερά μου, αγωνίζεται να σηκώσει από την άσπρη σαν κρίνο ψυχή της το μελαγχολικό μανδύα που απλώνεται από τον ένα ορίζοντα ως τον άλλο.

Κι εγώ αγωνίζομαι, Δευτερά μου. Αγωνίζομαι χρόνια τώρα να μη θαμπώσουν μέσα μου οι εικόνες σου.

Έλουσε το πρόσωπο της η Δευτερά στα κρύα νερά του πετραύλακου και στα μάγουλά της οι σταγόνες γίναν διαμάντια.

Πήρε ο μελαψός Νοτιάς μια βόλτα μέσα στα φύλλα της καϊσιάς κι ο κόρφος της, σαν ηλιοτρόπιο από ατόφιο χρυσάφι, γιόμισε ανταύγειες ροδακινιές, πράσινες, κίτρινες, λιλά, γαλάζιες.

Εδώ τη βρίσκω, στην καρδιά του ηλιοτρόπιου, δοσμένη σε είδωλα από αμέτρητους καθρέφτες, χιμαιρική και απόμακρη ίδια με νοτισμένο πρωινό του Ιούνη.

Κι άλλοτε πάλι τη συναντώ σαν Κόρη των Περιβολιών λουσμένη στη μυρωδιά της οργωμένης γης, μ’ ένα άχυρο σαν φυλακτό στο κάτω μέρος του λαιμού της, να πιάνει κάτι παράξενες ανταύγειες από ρουμπίνια και αμέθυστους.

Δίπλα της η Σαλώμη γουργουρίζει τις γατίσιες επιθυμίες της παιγνιδίζοντας στα νύχια ένα ξανθό μυρμήγκι.

Των ματιών της οι σμαράγδινοι ήλιοι γλαρώνουν και μόνο το τραγούδι του κορυδαλλού μέσα στα όρθια στάχυα σπάζει το πράσινο αμύγδαλο του πρωινού.

Την αγγίζω.

Το άγγισμά μου τη μεταλλάζει όπως τα διάφανα τοπία με το πέρασμα του ήλιου μέσα από το σύννεφο.

Τέτοιες στιγμές γίνεται απέραντη, όμοια με δειλινό που κρεμάστηκε σαν λευκό ζαφείρι στα φύλλα της κληματαριάς στο στεγνό απόγευμα του Αυγούστου.

Όμορφες εικόνες της Δευτεράς όταν οι ηλιαχτίδες ακονίζουν τις καυτερές μυτούλες τους στο δέρμα.

Είναι τότε που αναδίνεται από τα περιβόλια η χαρά του απριλιάτικου νερού στο πετραύλακο που σμίγει με κουδουνίσματα, γαυγίσματα, κοάσματα και γλυκές φωνές κοριτσιών γεμάτες πρόκληση και μυστήριο.

Είναι τότες που η Σαλώμη φωτίζεται από τα χλοερά χαμόγελα των περιβολιών κι ονειρεύεται ένα θεό να μοιράζει ψαράκια στα γατιά όλου του κόσμου.

Θα πεθάνω, Δευτερά, και δεν ξέρω αν κανείς θα με θυμάται.

Δεν ξέρω αν κάποιο χέρι με το ζεστό άγγισμα μιας παπαρούνας θα ξεσηκώσει τον ιστό της λησμονιάς που θα σκεπάσει τ’ όνομά μου.

Θα πεθάνω και συ θα με ξεχάσεις, Δευτερά.

Από την πλευρά του Βορρά βλέπω να έρχονται μέσα στους θρυμματισμένους καθρέφτες της χαλαζοθύελλας ο Τρυπάτσας, ο Πανζιαρής και ο

Κατσουρής μ’ ένα καλάθι γεμάτο ασημένιες μπαλίτσες.

Είναι το χαλάζι που πέφτει κάθετα πάνω στις φασματικές στέγες, τους νεκρούς δρόμους, τους κυρτωμένους ώμους τους.

Τρίβουν τα χέρια και πότε πότε τα χουχουλιάζουν. Κρυώνουν. Κρυώνουν πολύ.

Το σύννεφο κατέβηκε πάνω στα κλαδιά της καϊσιάς και ρίχνει άσπρα παγερά πέταλα.

Δεν υπάρχει σπιθαμή στεγνής γης γύρω και μέσα μας. Το υπόστεγο στάζει ουρανό απ’ όλες τις μεριές. Τίπλ, τίπλ, τίπλ… μ’ ένα ρυθμικό ήχο σαν το ρολόι της αιωνιότητας.

Από τη χαραμάδα της πόρτας απλώνει τα πλοκάμια του ένας μουσκεμένος άνεμος κι η Κατερίνα, η κατσίκα, ανατριχιάζει.

Το δειλινό, κουρασμένο και μπλάβο, ρίχνει αόρατες κλωστές στις κορυφές των κυπαρισσιών να κρατηθεί.

Θέλω και εγώ να κρατηθώ, Δευτερά μου, μέσα στη μνήμη σου.

Θέλω να με θυμάσαι όχι σαν χειμαιρική εικόνα από φευγαλέο παραμύθι αλλά σαν μπουμπούκιασμα της ροδιάς.

Ένα γκρίζο μυστήριο, σαν μυρωδιά από λιβάνι, κατεβαίνει καθώς η καμπάνα του Αγίου Γεωργίου σημαίνει εσπερινό.

Κι ο ήλιος που προβάλλει μέσα από τα κουρελιασμένα σύννεφα της Δύσης, όπως το μάτι του Χατζηευτύχιου πίσω από τους χονδρούς φακούς του, ξαναφέρνει στους δρόμους τη ζωή.

Τη ζωή που είναι ένας ατέλειωτος και ολόφωτος στοχασμός.

Θα πεθάνω, Δευτερά μου, και συ θα με ξεχάσεις.